- καλάδιο
- (Caladium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που φυτρώνουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αμερικής. Καλλιεργούνται για τα ποικιλόχρωμα φύλλα τους· ορισμένα είδη καλλιεργούνται σε θερμοκήπια και, σε διασταύρωση με άλλα, δίνουν άφθονες ποικιλίες. Χρησιμοποιούνται ως φυτά εσωτερικού χώρου.
* * *τοβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας αροΐδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. caladium < μαλαϊκό keladi].
Dictionary of Greek. 2013.